- φθογγογραφία
- ηη γραφή με φθογγογράμματα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φθογγογραφία — η, Ν γραφή με τη χρήση φθογγογραμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόγγος + γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ι. Ν. Σταματέλο] … Dictionary of Greek
φθογγογραφικός — ή, ό, Ν [φθογγογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθογγογραφία («φθογγογραφικό αλφάβητο») … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
φθογγογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη φθογγογραφία (βλ. λ.), που είναι της φθογγογραφίας: Φθογγογραφικό αλφάβητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)